- αυότης
- αὐότης και (αττ. τ. αὑότης, η (Α) [αύος]ξηρότητα, ξηρασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὑότης — αὐότης , αὐότης dryness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… … Dictionary of Greek